- καταφιλονεικῶ
- καταφιλονεικέωpres subj act 1st sg (attic epic doric)καταφιλονεικέωpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφιλονεικώ — (Α καταφιλονεικῶ, έω) (επιτ. τ. τού φιλονεικώ) νεοελλ. (για πρόσ.) φιλονεικώ έντονα, με πείσμα αρχ. αμφισβητώ κάτι τελείως … Dictionary of Greek